ξανθότριχος

ξανθότριχος
η , ο белокурый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξανθότριχος" в других словарях:

  • ξανθότριχος — η, ο αυτός που έχει ξανθές τρίχες, ξανθός, ξανθομάλλης …   Dictionary of Greek

  • ξανθότριχος — ξάνθοθριξ yellow haired masc gen sg ξανθόθριξ masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθοτρίχης — ο, θηλ. α ξανθότριχος, ξανθομάλλης …   Dictionary of Greek

  • ξανθοτριχώ — ξανθοτριχῶ, έω (ΑΜ) έχω ξανθά μαλλιά, είμαι ξανθομάλλης, ξανθότριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + τριχῶ (< τριχος < θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκο τριχώ, ουλο τριχώ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»